Δευτέρα 24 Μαρτίου 2008

Το χαρέμι χωρίς φερετζέ



Οσοι βλέπουν με ρομαντική ματιά τις οδαλίσκες που ζωγράφισαν ο Ρενουάρ, ο Ντελακρουά, ο Ινγκρ, φαντασιώνονται ημίγυμνες καλλονές καλυμμένες με διάφανα πέπλα, να περιμένουν ξαπλωμένες πάνω σε μαλακά ντιβάνια τον σουλτάνο τους. Ηταν οι οδαλίσκες απλώς άβουλα αντικείμενα του πόθου; Πόσο αντιπροσωπευτική είναι αυτή η εικόνα, αφού όχι μόνο στους δυτικούς ζωγράφους αλλά και σε όλους τους αρσενικούς ήταν απαγορευμένη η είσοδος στο χαρέμι;

Με την πρωτότυπη, γλαφυρά γραμμένη έρευνα «Χαρέμι. Ο οίκος της ηδονής» η συγγραφέας Σοφία Ν. Σφυρόερα μπαίνει σ' αυτό το άβατο και το παρουσιάζει με βάση τα ιστορικά, κοινωνικά και θρησκευτικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οπως σημειώνει ο Γιάννης Ξανθούλης στον πρόλογο του βιβλίου, που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τα «Ελληνικά Γράμματα» και διανθίζεται από οριεντάλ πίνακες γνωστών ζωγράφων, «αναλύονται όλες οι παράμετροι απελπισίας, τρέλας και ερωτισμού, εξουσίας, σκλαβιάς και αγωνίας για επιβίωση σ' έναν κόσμο περίτεχνα θλιβερό, που όμως στοίχειωσε για τα καλά την Ιστορία αλλά και τη φαντασία των ανήσυχων χριστιανών ή όσων ζουν με την προοπτική ενός στείρου παράδεισου μιας πληκτικής ευρυθμίας».

Χαρέμι θα πει «απαγορευμένο». Μα δεν ήταν μόνο τα δωμάτια όπου ήταν περιορισμένες οι οδαλίσκες. Στα χαρέμια των σουλτάνων ζούσαν εκατοντάδες γυναίκες: σύζυγοι, ερωμένες, η μητέρα τους, οι κόρες τους, άλλες συγγενείς, σκλάβες και φυσικά ευνούχοι. «Οι κοπέλες του χαρεμιού ήταν συνήθως λεία κάποιας επιδρομής ή αιχμάλωτες πολέμου, που τις πουλούσαν στα σκλαβοπάζαρα. Εκεί, ανάμεσα στα ζώα, τα τρόφιμα, τα υφάσματα και τα χαλιά, τις επέλεγαν διάφοροι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι για να τις προσφέρουν ως δώρο στο σουλτάνο...», σημειώνει η Σ. Σφυρόερα. «Ωραιότερες θεωρούνταν οι κοπέλες από τον Καύκασο, τη Γεωργία, τη Ρωσία και την Αμπχαζία». Τα κορίτσια προς πώληση είχαν ηλικία από 5 μέχρι 20 χρόνων και κόστιζαν από 1.000 έως 2.000 κούρους, πιο φτηνά κι από ένα άλογο! Οσες δεν ήταν μουσουλμάνες προσηλυτίζονταν στο Ισλάμ και άλλαζαν ονόματα, που συνήθως ταίριαζαν με τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους: Γκιουλμπαχάρ, δηλαδή Ρόδο της Ανοιξης, Χιουρέμ (η Χαμογελαστή), κ.ά.

Τον 15ο αιώνα στα χαρέμια ζούσαν 500 γυναίκες, αλλά από τον 17ο αιώνα ξεπέρασαν τις 2.000. Τέτοιος ήταν ο συνωστισμός που οι οδαλίσκες όχι μόνο δεν είχαν χώρο για να ξαπλώσουν νωχελικά αλλά στέκονταν την περισσότερη ώρα... όρθιες. Πάντως, για κάθε ημέρα που ζούσαν στο χαρέμι έπαιρναν χρηματική αποζημίωση σχεδόν όσο κι ο μισθός ενός υψηλόβαθμου αξιωματούχου. Κι ενώ για πολλούς αιώνες δεν επιτρεπόταν να βγουν από τους τοίχους του ανακτόρου, τον 19ο αιώνα φύσηξε άνεμος ελευθερίας, όταν η γαλλικής καταγωγής σουλτάνα Νακσιντίλ καθιέρωσε το πικνίκ στις όχθες του Κεράτιου, όπου οι κοπέλες «λιάζονταν» σκεπασμένες από την κορυφή ώς τα νύχια με πέπλα.

Το χαρέμι ήταν μια περίπλοκα οργανωμένη κοινωνία, επισημαίνει η συγγαφέας. Στην κορυφή της ιεραρχίας ήταν η αξιοσέβαστη βασιλομήτωρ βαλιδέ σουλτάν, που απολάμβανε ελευθερία, δύναμη και πλούτο. Μετά ακολουθούσε ο μεγάλος μαύρος ευνούχος, η μπας καντίν εφέντι, δηλαδή η μητέρα του διαδόχου, οι χασεκί σουλτάν, μητέρες των γιων του σουλτάνου, οι χασεκί καντίν, μητέρες των θυγατέρων του σουλτάνου κ.λπ. «Μέσα από δολοπλοκίες και χρηματισμό πολλές κατόρθωναν να ανέλθουν στην ιεραρχία του χαρεμιού και να κατοχυρώσουν την ασφάλειά τους μέσω της δύναμης που αποκτούσαν με τη θέση τους», σημειώνει η συγγραφέας.

Μάλιστα ο 16ος και ο 17ος αιώνας είναι μια περίοδος γνωστή ως «σουλτανάτο των γυναικών», καθώς οι γυναίκες του αυτοκρατορικού χαρεμιού διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη διακυβέρνηση του κράτους. Στην ιστορία έχουν μείνει σουλτάνες όπως η Μάρα Μπράνκοβιτς, κόρη του δεσπότη της Σερβίας Γκέοργκ Μπράνκοβιτς και σύζυγος του Μουράτ Β', η οποία διασφάλισε την ειρήνη στη χώρα της και προστάτευσε την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Ρωξελάνη, δεύτερη σύζυγος του Σουλεϊμάν του μεγαλοπρεπούς ήταν η πρώτη γυναίκα που αναμείχθηκε ενεργά στην πολιτική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εξουδετερώνοντας με πολλές δολοπλοκίες τους αντιπάλους της. Ενώ η Σαφιγιέ η Βενετσιάνα, αγαπημένη του Μουράτ Γ', μοίραζε θέσεις και αξιώματα και καρπωνόταν χρήματα που προορίζονταν για τον εξοπλισμό του στρατού.




Ωστόσο, πολλές άλλες δεν κατάφεραν να γίνουν εκλεκτές του σουλτάνου. Σύμφωνα με τον ενετό πρεσβευτή στη Υψηλή Πύλη το 1606, «όταν ο σουλτάνος ήθελε να διασκεδάσει με κάποιες οδαλίσκες ψιθύριζε το όνομά τους στο αφτί της μπας καντίν, η οποία φρόντιζε να τις στείλει στα ιδιαίτερα δωμάτιά του. Εκεί ο πολυχρονεμένος τις παρατηρούσε με την ησυχία του και μόλις αποφάσιζε με ποια ήθελε να πλαγιάσει τής έδινε το μαντίλι του». Κι όταν η νεαρή σκλάβα, πλυμένη και καλοντυμένη έμπαινε στην κρεβατόκάμαρα του αφέντη, όφειλε να περπατήσει στα τέσσερα για να φτάσει ώς το κρεβάτι του...

Πώς περνούσε η ζωή στο χαρέμι; «Κυρίως ονειρευόμαστε. Τι άλλο να κάνουμε;», έγραφε στα τέλη του 19ου αιώνα η Χαλιντέ Εντιπ, που ζούσε στο χαρέμι του «κόκκινου σουλτάνου» Αβδούλ Χαμίτ Β' σε μια εποχή που οι οδαλίσκες ήταν πιο χειραφετημένες και μπορούσαν να μάθουν γραφή, ανάγνωση, μουσική, χορό. «Είμαστε αργόσχολες και άχρηστες, γι' αυτό πολύ δυστυχισμένες... Κοιτάμε το Βόσπορο, την όμορφη θάλασσα πίσω από τα σιδερόφραχτα παράθυρα κι ευχαριστούμε τον Αλλάχ, γιατί τουλάχιστον αναπνέουμε».

Η ημέρα ξεκινούσε με καθαρισμό και προσευχή. Μετά έπιναν καφέ, κάπνιζαν ναργιλέ, έτρωγαν λουκούμια και πλουσιότατο γεύμα, έλεγαν τα χαρτιά. Καμιά φορά έβλεπαν Καραγκιόζη. Εβγαιναν περίπατο στους κήπους του ανακτόρου, όπου μάζευαν λουλούδια και έπαιζαν παιδιάστικα παιχνίδια, όπως τυφλόμυγα ή προσπαθούσαν να ισορροπήσουν καθισμένες ανάποδα σε έναν γάιδαρο. Τα καλοκαίρια βουτούσαν στα σιντριβάνια για να δροσιστούν και ο σουλτάνος από το παράθυρο τούς πετούσε μαργαριτάρια και διαμάντια και διάλεγε την οδαλίσκη της νύχτας.

Ενας άλλος χώρος για την ηδονή του βλέμματος ήταν και το χαμάμ. Οι γυναίκες του χαρεμιού φημίζονταν για το μεταξένιο δέρμα τους -άλλωστε η καθαριότητα ήταν εξαγνισμός, και στο ανάκτορο υπήρχαν περίπου 30 χαμάμ. Εκεί έβαφαν τα μαλλιά τους με χένα, έκαναν αποτρίχωση, ενώ ο αφέντης, που συχνά καθόταν κρυμμένος πίσω από κάποιο μυστικό παράθυρο, τις παρακολουθούσε. «Ο Μαχμούτ Α' λέγεται μάλιστα ότι κάποτε επινόησε το εξής τέχνασμα: χάρισε στις οδαλίσκες του κάποια διάφανα πουκάμισα που έλιωναν μόλις εκείνες μπήκαν στη ζεστή, όλο ατμούς ατμόσφαιρα του χαμάμ...».

Ντυμένες με βαριά χρυσοκέντητα υφάσματα, φορτωμένες με πολύτιμους λίθους, οι γυναίκες του χαρεμιού άλλες δέχονταν τη μοίρα τους κι άλλες ασφυκτιούσαν. Ομως, όλες όφειλαν να υπακούν στους αυστηρούς κανόνες της θηλυκής τους κοινωνίας και όποια ήταν απείθαρχη την τιμωρούσαν με ξυλοδαρμό, απομόνωση ή την απέπεμπαν από το χαρέμι και δεν είχε καμιά ελπίδα να παντρευτεί. Για τα πιο βαριά παραπτώματα (εάν έκλεβε, έκανε μάγια ή είχε σεξουαλική δραστηριότητα) η τιμωρία ήταν να την πετάξουν στραγγαλισμένη ή ζωντανή στο Βόσπορο.

«Η μέγιστη τιμή που μπορούσε να κάνει ένας σουλτάνος σ' έναν άνδρα φιλοξενούμενό του ήταν να του δωρίσει μια οδαλίσκη από το χαρέμι του, κάποια κοπέλα που δεν είχε γίνει ακόμη παλακίδα του. Ο "τυχερός" όφειλε τότε να απελευθερώσει αμέσως το "δώρο" του και να το παντρευτεί», γράφει η Σοφία Σφυρόερα.

Ωστόσο υπήρχαν και οι «άτυχες», που δεν τις είχε ποτέ επιλέξει ο σουλτάνος για να περάσει μια νύχτα μαζί τους. Σε αυτή την περίπτωση, εάν περνούσαν εννέα χρόνια από την ημέρα που μπήκαν στο χαρέμι και έμεναν ανέγγιχτες, είχαν το δικαίωμα να φύγουν και να πάρουν και προίκα. Ενώ, για ώρα ανάγκης, υπήρχαν και οι ευνούχοι: «παρά την απώλεια της ανδροπρέπειάς τους και την περιοδική εξέτασή τους από τους γιατρούς, πολλοί ευνούχοι συνάπτανε σχέσεις με τις νεαρές οδαλίσκες, οι οποίες συνήθιζαν στις επιδέξιες ερωτικές περιπτύξεις τους, χωρίς να φοβούνται μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, και συχνά δημιουργούνταν σχέσεις πάθους μεταξύ τους».


Της ΠΑΡΗΣ ΣΠΙΝΟΥ (spinou@enet.gr)

7 - 23/03/2008

Δεν υπάρχουν σχόλια: