Δευτέρα 24 Μαρτίου 2008

Γιατί υποκύπτουμε στην ανάγνωση της λογοτεχνίας;


λογοτεχνικός θεσμός μάς μαθαίνει τι να σκεφτόμαστε χωρίς να αντιλαμβανόμαστε τι μας έχει συμβεί


ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ*


Ο Γιάννης Ψυχάρης, σε ένα άρθρο που τιτλοφορείται χαρακτηριστικά «Χρόνια και χρόνια», γράφει στην εφημερίδα Πολιτεία το 1927 πως ο Ελληνισμός είναι πια ώριμος για πεζογραφία, και τονίζει: «πεζά θέλουμε, πεζά». Αυτή τη φράση βάζει ο Κ. Θ. Δημαράς τίτλο στο κεφάλαιο της Ιστορίας του που ασχολείται με την πεζογραφία της Γενιάς του 1880. Ομως αυτό που είχε κατά νου ο Ψυχάρης δεν ήταν κάποιο λογοτεχνικό είδος - άλλωστε η Ελλάδα έβγαζε πεζά για πολλές δεκαετίες. Ο ίδιος δεν ενδιαφερόταν πολύ για τη λογοτεχνία, γι' αυτό, αν και την έγραψε, δεν τη φρόντισε ιδιαίτερα ούτε και έμεινε στην Ιστορία ως λογοτέχνης. Η τεράστια προσφορά του στη λογοτεχνία ήταν αλλού. Η φράση που πρόσεξε ο Δημαράς αναφέρεται στην προετοιμασία της ελληνικής κοινωνίας για τη δημιουργία όχι πεζογραφίας αλλά αναγνωστών της πεζογραφίας. Ο Ψυχάρης δεν ενδιαφέρθηκε να γίνει μεγάλος λογοτέχνης επειδή στα γραφτά του ασχολήθηκε με κάτι πιο σημαντικό από τη λογοτεχνία: έγραψε για να συμβάλει στη δημιουργία νέου αναγνωστικού κοινού και, όπως γνωρίζουμε, το πέτυχε θριαμβευτικά.

Η συντριπτική πλειονότητα της νεοελληνικής φιλολογίας και κριτικής συνήθως συζητά συγκεκριμένα λογοτεχνήματα αποτιμώντας την αισθητική ποιότητα και αναλύοντας το βαθύτερο νόημά τους. Ενα μικρό κομμάτι του ίδιου χώρου ασχολείται όχι με τα έργα καθεαυτά αλλά με την πρόσληψή τους, περιγράφοντας πώς διαβάστηκαν από ένα ευρύ ή ειδικό κοινό. Και οι δύο ερευνητικές κατευθύνσεις υποθέτουν ότι ένα λογοτέχνημα απευθύνεται στο αναγνωστικό κοινό. Δεν θέτουν όμως ένα θεμελιώδες ερώτημα: Πώς δημουργήθηκε αυτό το κοινό της λογοτεχνίας; Πώς έμαθε να διαβάζει; Πώς δηλαδή ανέπτυξε τις δέουσες τεχνικές και στρατηγικές ανάγνωσης;

Η απάντηση είναι φυσικά ότι αυτό το κατάφερε διαβάζοντας λογοτεχνία. Η λογοτεχνία μαθαίνει στον κόσμο να διαβάζει λογοτεχνία ή, ακόμα πιο συγκεκριμένα, του μαθαίνει να διαβάζει λογοτεχνικά. Κανείς δεν γεννιέται με το χάρισμα της λογοτεχνικής ανάγνωσης. Αυτό αποτελεί μια ειδική τεχνική που τη μαθαίνεις διαβάζοντας λογοτεχνία (κι αντιπαραβάλλοντάς τη με άλλα είδη γραφής, όπως το αστυνομικό δελτίο, η επιστολή και το ευαγγέλιο). Η λογοτεχνική κατανόηση είναι μια συγκεκριμένη δεξιότητα που την αποκτάμε στην πράξη, δηλαδή διαβάζοντας λογοτεχνία κι αφομοιώνοντας τρόπους με τους οποίους η λογοτεχνία επιζητεί να διαβαστεί.

Για παράδειγμα, ένα έργο όπως «Το ταξίδι μου» του Ψυχάρη μπορεί να διαβαστεί με πολλούς και διάφορους τρόπους: με τρόπο γλωσσολογικό (για τις απόψεις του περί γλώσσας), βιογραφικό (για τη ζωή του συγγραφέα), ιδεολογικό (για τις πολιτικές θέσεις του) κ.λπ. Κάθε τρόπος ανάγνωσης υπακούει σε διαφορετικούς κανόνες και εξάγει διαφορετικά συμπεράσματα. Μια προσέγγιση που εφαρμόζει λογοτεχνικές τεχνικές θα «βγάλει» το έργο λογοτέχνημα. Μια τέτοια προσέγγιση όμως προϋποθέτει την ανάλογη αναγνωστική αγωγή.

Η αγωγή του αναγνώστη (όπως και η αγωγή του πολίτη) μεταδίδεται με ποικίλους επίσημους και ανεπίσημους τρόπους. Στους πρώτους ανήκουν το σχολικό ανθολόγιο, τα κρατικά βραβεία και τα επετειακά αφιερώματα της τηλεόρασης, ενώ στους δεύτερους το πολιτιστικό και εθνικό γόητρο συγγραφέων όπως ο Καζαντζάκης και βιβλίων όπως «Το τρίτο στεφάνι». Με τέτοιους τρόπους εξασκούμεθα στη λογοτεχνική ανάγνωση ώσπου την εσωτερικεύουμε πλήρως και αρχίζουμε να πιστεύουμε πως μια τέτοια προσέγγιση είναι θέμα άμεσης επικοινωνίας μας με ένα λογοτέχνημα κι όχι τεχνικών που χρειάστηκε να μάθουμε.

Συνήθως έχουμε επίγνωση ορισμένων μηχανισμών χειραγώγησης: η Εκκλησία μάς μαθαίνει να πιστεύουμε, ο στρατός να υπηρετούμε, το κράτος να υπακούμε, η τηλεόραση να βλέπουμε, το σχολείο να γνωρίζουμε. Αυτοί οι μηχανισμοί έχουν ευδιάκριτη θεσμική υπόσταση και ιδεολογική ταυτότητα. Υπάρχουν όμως και μηχανισμοί χειραγώγησης που, επειδή δεν ταυτίζονται με έναν θεσμό, είναι δύσκολο να τους επισημάνουμε και να τους ορίσουμε. Για παράδειγμα, τέτοιοι μηχανισμοί αφορούν ηθικές αρχές, όπως η ελευθερία, και πολιτιστικές αξίες, όπως η ομορφιά. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκει ένας από τους πιο συνηθισμένους και πιο δυσδιάκριτους μηχανισμούς, η κατανάλωση κειμένων που είναι γνωστή ως λογοτεχνική ανάγνωση.

Μας συγκινεί όντως ο Παπαδιαμάντης;

Επειδή σκεφτόμαστε με βάση αυτόνομα έργα κι όχι μέσα παραγωγής νομίζουμε πως ο Παπαδιαμάντης μας συγκινεί και ο Σικελιανός μας εμπνέει, ενώ στην πραγματικότητα διαβάζοντάς τους κινητοποιούμε μηχανισμούς αισθητικής συγκίνησης και έμπνευσης που έχουμε μάθει από αυτούς και από άλλους συγγραφείς και κριτικούς. Αισθανόμαστε πως ανταποκρινόμαστε λυρικά στο σονέτο και πατριωτικά στην ωδή λησμονώντας πως παίζουμε τον ρόλο του αποδέκτη των συγκεκριμένων λοχοτεχνικών ειδών. Είναι όντως εξαιρετικά δύσκολο να φανταστούμε πως κάτι που νιώθουμε να πηγάζει βαθιά από μέσα μας, στην πραγματικότητα προκύπτει επειδή ακολουθούμε σωστά κανόνες πρόσληψης που κυριαρχούν στην πολιτιστική αγορά.

Κι όμως, ένα κίνημα όπως ο Δημοτικισμός δεν έφερε νέα είδη τόσο όσο δημιούργησε νέους αναγνώστες προωθώντας αλλιώτικες αναγνωστικές συμπεριφορές. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που είχε μια τόσο εκτεταμένη γλωσσική και εκπαιδευτική πολιτική. Η λογοτεχνική ανάγνωση συνιστά μια πειθαρχία με το δικό της σύστημα συμπεριφοράς, μια πειθαρχία ατομική (όπως, ας πούμε, η πειθαρχία ατομικής υγιεινής ή ένδυσης), η οποία καθορίζει πώς οφείλει να αισθάνεται, να σκέφτεται, να λειτουργεί ο σωστός αναγνώστης. Ο Δημοτικισμός αποτέλεσε ένα μεγάλο εγχείρημα κατασκευής αναγνωστών με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τους οποίους εκπαίδευσε ώστε να ερμηνεύουν λογοτεχνία με νέες μεθόδους και να παράγουν άλλες συγκινήσεις και απολαύσεις. Προηγουμένως, αναγνώστες κατασκεύαζαν οι πανεπιστημιακοί διαγωνισμοί του 19ου αιώνα, οι οποίοι, ως γνωστόν, παρήγαν ταυτόχρονα και το λογοτέχνημα και την ορθή ανάγνωσή του. Παρόμοιας κλίμακας αλλά ατομικό αυτή τη φορά εγχείρημα αποτελεί το κριτικό έργο του Γιώργου Σεφέρη, το οποίο συνίσταται σε μαθήματα αναγνωστικής αγωγής, μαθήματα δηλαδή που δεν δείχνουν πώς να διαβάσεις λογοτεχνία αλλά (και εδώ είναι το θεμελιώδες) πώς να γίνεις αναγνώστης, πώς να επιθυμήσεις και να καλλιεργήσεις μια δική σου αναγνωστική πειθαρχία.

Εδώ πρέπει να τονιστεί και πάλι ότι δεν μιλάμε καθόλου για διαφορετικές προσεγγίσεις της λογοτεχνίας ούτε για προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού αλλά για κάτι θεμελιώδες: μιλάμε για την εκμάθηση της ίδιας της λογοτεχνικής ανάγνωσης και για την εφαρμογή των πειθαρχικών της κανόνων στον ίδιο τον εαυτό του αναγνώστη, ο οποίος αναγνώστης αποκτά έτσι ένα δυσπρόσιτο βάθος και επιδίδεται στην εξιχνίαση αυτού του βάθους μέσω ερμηνευτικών ασκήσεων (ας πούμε, στο έργο της Τ. Γκρίτση Μιλλιέξ ή του Επαμ. Γονατά).

Σε τι αποσκοπεί όμως μια τέτοια εθελούσια πειθαρχία; Και γιατί πρέπει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού να χειραγωγηθούν ώστε να γίνουν πειθήνιοι αναγνώστες; Απώτερος σκοπός είναι να αποκτήσουν μια προσωπική πειθαρχία, μια πειθαρχία ατομικής ταυτότητας που θα τους κάνει σύγχρονα άτομα, κι αυτή θα τους τη δώσει ο Παλαμάς (κι όχι η πατρίδα, η εκκλησία, η οικογένεια) ώστε να πιστέψουν ότι τη διάλεξαν μόνοι τους και κανείς δεν τους την επέβαλε. Η ατομική πειθαρχία που καλλιεργεί η προσωπική ανάγνωση θα τους υπαγορεύσει να κάνουν λελογισμένες επιλογές (για την τάξη, το φύλο, την ηθική ή την ψήφο τους) τις οποίες θα τηρήσουν με συνέπεια και χωρίς εξωτερικό καταναγκασμό, θεωρώντας πως έκαναν ελεύθερη επιλογή. (Ας μην ξεχνάμε πως κάποιοι διάλεξαν ανάμεσα σε ΚΚΕ-εξ. και ΚΚΕ-εσ. ανάλογα με το πώς διάβαζαν τον Μάριο Χάκκα.)

Το άλλο μέγα όφελος της ατομικότητας που αποκτά κανείς ως αναγνώστης είναι πως με αυτήν μπορεί να ενταχθεί σε μια συλλογικότητα όπου θα δικαιούται γνώμης και θα τύχει σεβασμού. Οση προσοχή του στερούν στην οικογένεια, στη δουλειά και στην οργάνωση θα την αποκτήσει στον φιλολογικό κύκλο της συντροφιάς, του βιβλιοπωλείου και του περιοδικού. Εκεί θα έχει την ευκαιρία να αποδείξει στους άλλους ότι έχει καλλιεργήσει τον εαυτό του ή, ακριβέστερα, ότι έχει επινοήσει έναν εναλλακτικό εαυτό μέσω της αναγνωστικής αυτοπειθαρχίας. (Κάποιοι γίνονται αναγνώστες ποίησης όπως άλλοι γίνοται χειμερινοί κολυμβητές ή συνδρομητές στην όπερα).

Το πόσο μας γεμίζει η υποτέλεια του αναγνώστη φαίνεται προπαντός όταν ο συγγραφέας μάς την επισημαίνει κι εμείς, αντί να τον υποψιαστούμε, νομίζουμε πως μας κλείνει συνένοχα το μάτι και κολακευόμαστε επειδή τάχα μας θεωρεί ισάξιούς του. Πεζογράφοι όπως ο Μένης Κουμανταρέας, η Ζ. Ζατέλλη, ο Παύλος Μάτεσις και η Ιωάννα Καρυστιάνη αρέσουν σταθερά διότι συνθέτουν αφηγήματα που ικανοποιούν την ανάγκη μας να αισθανθούμε επαρκείς, προσφέροντάς μας ερμηνευτικές δυσκολίες με τις οποίες πάντα τα βγάζουμε πέρα. Αποθέωση της ρητής συγγραφικής τυραννίας που αποκαλείται «αναγνωστική απόλαυση» συνιστά το δαιμόνιο μυθιστόρημα του Ιταλο Καλβίνο «Αν μια χειμωνιάτικη νύχτα ένας ταξιδιώτης», του οποίου αποκλειστικό θέμα είναι η κάθε φορά που κάποιος το διαβάζει. Το βιβλίο θεματίζει απροκάλυπτα την ίδια την αναγνωστική χειραγώγηση που μας επιβάλλει, προκαλώντας μας, αν τολμούμε, να μην το διαβάσουμε λογοτεχνικά και να μην του δοθούμε απόλυτα. Είναι σχεδόν αδύνατο.

Τιμώντας τις αισθητικές κορυφώσεις

Ενώ η καθιερωμένη λογοτεχνική προσέγγιση της λογοτεχνίας τιμά τις αισθητικές κορυφώσεις του είδους, μια θεσμική προσέγγιση αναγνωρίζει τη συμβολή πολύ περισσότερων έργων. Για παράδειγμα, επισημαίνει πως ο ρόλος ενός Μενέλαου Λουντέμη ή ενός Αντώνη Σαμαράκη δεν ήταν να γράψουν «σπουδαία» έργα αλλά να εξοικειώσουν όσο γίνεται περισσότερους Ελληνες με τις απαιτήσεις της λογοτεχνικής ανάγνωσης. Αυτή η ανάγνωση συνιστά μια περίπλοκη ποδηγεσία που σου επιβάλλει τεχνικές αυτο-ενδοσκόπησης, τεχνικές με τις οποίες κάνεις ο ίδιος τον εαυτό σου υποκείμενο και τον κρίνεις. Στη λογοτεχνική ανάγνωση δεν υπόκειται το κείμενο αλλά αυτός που το διαβάζει. Προφανώς αυτό δεν είναι κάτι ευχάριστο ή υγιές: για ποιο λόγο να υποβάλεις εαυτόν σε τέτοια δοκιμασία; Εξαιρετικά δημοφιλή βιβλία, όπως το «Ενα παιδί μετράει τ' άστρα» και «Το λάθος», σε εισάγουν στην αναγνωστική πειθαρχία με τρόπους που σε κάνουν να την αισθάνεσαι όχι σαν σύστημα ποδηγεσίας αλλά σαν προσωπική αυτο-ανακάλυψη: σε κάνουν να νιώσεις ξαφνικά πως έχεις έναν βαθύτερο, καλύτερο εαυτό και είσαι υπερήφανος που τον συνάντησες. Από εδώ και πέρα θα αφοσιωθείς στην καλλιέργειά του. Οπως θα αντιληφθείς σύντομα, είσαι πλέον έτοιμος για τον Παπαδιαμάντη.

Οσα ισχύουν για την πρόσληψη λογοτεχνημάτων ισχύουν εξίσου για την πρόσληψη όλων των έργων τέχνης: για να απολαύσεις αισθητικά μια σονάτα και μια ελαιογραφία πρέπει να έχεις εκπαιδευθεί στην κατανάλωση κλασικής μουσικής και ζωγραφικής και επίσης να είσαι εξοικειωμένος με θεσμούς που διακινούν σονάτες και ελαιογραφίες, όπως η συναυλία και το μουσείο. Αλλιώς, από μόνα τους, τα έργα δεν σου λένε τίποτε. Ομως η ανάγνωση είναι η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση κατανάλωσης τέχνης διότι είναι κάτι που κάνουμε μόνοι μας στον εαυτό μας, χωρίς να χρειαζόμαστε ένα εντυπωσιακό περιβάλλον ή τη συμμετοχή άλλων.

Το πιο πρόσφατο παράδειγμα επιτυχούς κατασκευής αναγνωστών είναι η ποίηση της Κ.Δ. (Ολοι γνωρίζουμε ότι πρόκειται για μέλος της Ακαδημίας Αθηνών αλλά εδώ ας κρατήσουμε μόνο τα αρχικά του ονόματός της για να μη δημιουργηθεί η εσφαλμένη εντύπωση πως ένα συγκεκριμένο άτομο σχεδίασε και κατασκεύασε μόνη της ένα ολόκληρο κοινό. Μας ενδιαφέρουν πολιτιστικοί μηχανισμοί, όχι μεμονωμένοι δημιουργοί.) Η ποίηση αυτή αποτελεί σήμερα το αρτιότερο λογοτεχνικό σύστημα για την εκπαίδευση αναγνωστών ελληνικής λογοτεχνίας. Σε τι πράγμα τους εκπαιδεύει; Είναι πασιφανές διότι το αναγγέλλουν οι τίτλοι των ποιημάτων: «Αυτοσυντήρηση», «Ασυγκινησία», «Απαρηγορία», «Ακαιρία», «Αναερείπωση», «Απροσδοκίες». Οταν αποστηθίζεις τους αναγκαίους κώδικες και καταφέρνεις να γίνεις επαρκής αναγνώστης αυτών των ποιημάτων, επιτυγχάνεις πολλά. Πρώτα, αποκτάς εσωτερικό κόσμο, ελέγχεις τα συναισθήματά σου και αναπτύσσεις μια προβληματική στάση βίου. Η διακριτική μελαγχολία σε εντάσσει σε έναν κύκλο εκλεπτυσμένης αισθαντικότητας, ενώ η ειρωνεία σού δίνει την ανωτερότητα ανθρώπου με επιφυλακτική απόσταση από τα πράγματα. Η αισθητική απόλαυση σε παίρνει μακριά από την καθημερινή μικρότητα. Η δημόσια αναγνώριση της συγγραφέως δικαιώνει τις καλλιτεχνικές σου προτιμήσεις. Με δυο λόγια, έχεις πια έναν εαυτό καθαρό και αλώβητο, αυτόν που καταλαβαίνει την ποίηση της Κ.Δ.

Στο μεταξύ, ο θεσμός της λογοτεχνίας σε έχει βάλει σε μια αισθητική πειθαρχία (με τα δικά της αυστηρά κριτήρια περί καλού και κακού) και σου έχει εμφυσήσει έναν συγκεκριμένο ψυχισμό. Σου έχει μάθει πώς να αισθάνεσαι, τι να σκέφτεσαι, τι να αποδέχεσαι. Ομως δεν αντιλαμβάνεσαι τι σου έχει συμβεί διότι αυτό έχει γίνει στο όνομα μιας μοναδικής ελευθερίας, της προσωπικής ελευθερίας του γούστου. Δεν σε πειράζουν οι κανόνες γιατί αισθάνεσαι πως έχεις πολιτογραφηθεί σε ένα περιβάλλον που «έχει γούστο». Δεν διαμαρτύρεσαι που μπορεί να μείνεις για πάντα στο «πρώτο σκαλί» αφού έχεις πια γίνει «πολίτης εις των ιδεών την πόλι».

Δεν συζητείται πως η Κ.Δ. είναι αξιόλογη ποιήτρια και οι στίχοι της έχουν εμπλουτίσει τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων, αγνώστων και διασήμων. Ούτε βεβαίως και το ότι ο Ψυχάρης έπαιξε αξιοπρόσεκτο ρόλο στα πνευματικά πράγματα. Αξίζει όμως να θυμόμαστε επίσης πως το έργο τους πέτυχε να αναγάγει ένα είδος γραφής σε «λογοτεχνία» και εκπαίδευσε ανθρώπους στη λογοτεχνική ανάγνωση ώστε να μπορούν να πειθαρχήσουν εαυτούς αντί να χρειάζεται να πειθαρχηθούν από άλλους.

Ειδικευμένοι ερμηνευτές

Υπάρχει μια μικρή κατηγορία συγγραφέων η οποία δεν παράγει μέσους αναγνώστες (δηλαδή το ευρύ κοινό των βιβλιοπωλείων) αλλά ειδικευμένους ερμηνευτές (δηλαδή μια ελίτ κριτικών και επιστημόνων). Τέτοιοι συγγραφείς είναι ο Εγγονόπουλος, ο Παπαδίτσας, ο Χειμωνάς και ο Δ. Δημητριάδης. Με τον συστηματικό τους ερμητισμό δημιουργούν όχι ένα καλλιεργημένο κοινό αλλά την πνευματική ηγεσία η οποία θα καθιερώσει κανόνες και ιεραρχίες, πρότυπα και εγχειρίδια. Δεν ενδιαφέρονται να γίνουν ούτε εθνικοί ούτε καν δημοφιλείς. Προσφέρουν την ύψιστη αναγνωστική πρόκληση, εκείνη της αποκρυπτογράφησης, η οποία υπόσχεται τη μέγιστη αναγνωστική εμπειρία, εκείνη που είναι ανώτερη κι από την απόλαυση - την άσκηση. Ο ειδικός αναγνώστης έχει ξεπεράσει την απόλαυση και ασκείται (σαν ιερομόναχος) στην ερμηνεία, μαθαίνοντας να ελέγχει τα λογοτεχνικά του πάθη ώσπου να αποκηρύξει κάθε αμφιβολία και υποψία και να μπορεί να ζήσει μόνο με Σαχτούρη. (Και για να μη γελιόμαστε, τόσο ο συγγραφέας αυτού του άρθρου όσο και οι αναγνώστες που θα το τελειώσουν είναι εγκάτοικοι σε ζακυθινό ξωκλήσι.)

Υπάρχει, τέλος, και μια ελάχιστη ομάδα συγγραφέων που δεν θεωρούν τον αναγνώστη υποχείριό τους αλλά συμπαίκτη τους σε ένα ευφάνταστο παιχνίδι. Τα βιβλία τους δεν παράγουν παραλήπτες λογοτεχνίας αλλά συν-γραφείς, δηλαδή συνεργάτες. Αντί να μας υποβάλλουν σε ασκήσεις αυτοελέγχου, μας παρακινούν να αντισταθούμε σε αυτοπαθείς απολαύσεις και να συμβάλλουμε ενεργά στην παραγωγή έργου. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν η ποίηση της Ελένης Βακαλό και του Νάνου Βαλαωρίτη, τα «Στοιχεία για τη δεκαετία του '60» του Θανάση Βαλτινού, η «Ποικίλη ιστορία» του Δημήτρη Καλοκύρη, το «Ελληνικό σταυρόλεξο» του Θωμά Σκάσση, η «Ελληνική αΰπνία» του Μισέλ Φάις, το «Φανταστικό μουσείο» του Χρήστου Χρυσόπουλου και «Ο καθρέφτης και το πρίσμα» του Μάκη Καραγιάννη. Ιδιαίτερα τα δύο τελευταία βιβλία περιέχουν εντυπωσιακές αποδομήσεις της λογοτεχνίας ως θεσμού κατευνασμού και καταστολής ο οποίος προωθεί μια συγκεκριμένη πειθαρχία, την αισθητική συμπεριφορά.

Η αντιεξουσιαστική, συμμετοχική γραφή θυμίζει με τρόπο που μας σοκάρει και μας μπερδεύει ότι αυτό που θεωρούμε βαθύτερο εαυτό μας δεν αποτελεί παρά έναν συγκερασμό αναγνωστικών συνηθειών και αυτό που νομίζουμε συναισθηματικό μας κόσμο αντανακλά απλώς αισθητικές προτιμήσεις. Μας παρακινεί επίσης να λογαριάσουμε τι θα γινόταν αν μια μέρα όσοι γράφουμε κι όσοι διαβάζουμε επαναστατούσαμε εναντίον της «μεγάλης τέχνης», γκρεμίζαμε τα είδωλα της ενδοσκοπικής ανάγνωσης και επιστρέφαμε τη δημιουργία στους δημιουργικούς. Ισως όμως κι αυτό παραμείνει ένα... φιλολογικό όνειρο, μιας κι έχουμε πλέον εθιστεί στα δεσμά της λογοτεχνικής απόλαυσης με την οποία, όπως ωμά παραδεχόταν η παλιά διαφήμιση του Αρλεκιν, ξεχνιόμαστε.

* Ο Βασίλης Λαμπρόπουλος κατέχει την έδρα Κ. Π. Καβάφη στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν




ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 21/03/2

Δεν υπάρχουν σχόλια: