Κυριακή 20 Ιουλίου 2008
Ενσταση υπέρ Δικταίου
Στο γνωστό στέκι μας στην Ομόνοια βρίσκω μετά από καιρό τον Τάκη Σπετσιώτη με κέφι για κουβέντα γύρω απ' την ποίηση.
-- Ενσταση, Γιώργο μου! Απαράδεκτο! Ενας ποιητής και δοκιμιογράφος του ύψους του Αρη Δικταίου να 'χει περάσει στη λήθη! Είκοσι πέντε χρόνια μετά το θάνατό του, το Μάρτη του 1983, σε ηλικία 64 ετών, και να μην τον αναφέρει σχεδόν κανείς!
-- Εχεις δίκιο. Τον ήξερες προσωπικά;
-- Οχι. Τον θυμάμαι από εκείνες τις γεμάτες σαρκασμό και αυτοσαρκασμό Εισαγωγές του στις διάφορες Ανθολογίες που έκανε εργαζόμενος ως μεταφραστής...
-- Ναι, θυμάμαι από την «Αναζήτηση του Απόλυτου», την ογκώδη ανθολογία παγκοσμίου ποίησης, στις εκδόσεις «Φέξη» 1960.
-- Ακριβώς... Που γράφει: «Ανθολογία! Κύριος οίδε ποιας ρομαντικίζουσας εποχής αποτελεί κατάλοιπο - κι έκτοτε βολικό αποκούμπι για την εύκολη νοικοκυρεμένη καλαισθησία μας - τούτος ο μεταφορικός κακόγουστος όρος, που, θα 'λεγες, ανήκει πιο πολύ στη Συμβολιστική των Περσών με τ' άφθονα "μποστάνια" παρ' όσο στη δική μας».
-- Είχε δίκιο, ο μακαρίτης...
-- Καυστικότατη. Στα ίσια! Οι σημερινοί political correct να το δούνε... Οι διεισδυτικές κριτικές του παρατηρήσεις αφορούσαν ζώντες συναδέλφους του, σε αντίθεση π.χ. με τον Τέλλο Αγρα, που δεν το τολμούσε αυτό. Δεν είναι λίγο, στα 1968, σε σχόλιό του για την Πολυδούρη, στην ανθολογία «Τα εγκώμια της μητέρας» να εκφραστεί τόσο ελεύθερα για ζώντες και τεθνεώτες λογοτέχνες. «Η γυναίκα αυτή», γράφει ο Δικταίος, «ακεραιώνει σε τέτοιο σημείο την έννοια του ποιητή, που αυτόματα όλες οι άλλες Ελληνίδες ποιήτριες να μοιάζουνε δίπλα της με παραδουλεύτρες, κι οι ποιητές (εκτός από κάμποσες εξαιρέσεις, από τις οποίες οι πιο πολλές παραδόξως ανήκουν στη δική της τη γενιά, λίγο παλαιότεροι, λίγο νεότεροι) να μεταβάλλονται σε κοιλαράδες νοικοκυραίους με το οικογενειακό ζεμπίλι στα χέρια», θυμάμαι και κάποια ενδιαφέροντα δοκίμιά του για ποιητές, όπως εκείνο για τον Ουίλιαμ Μπλέικ π.χ. Κι ήταν και γειτονάκι, εδώ σύχναζε... Στον πρώην «Μέγα Αλέξανδρο», την καφετέρια που είναι θαμμένη τώρα από το μεγαθήριο του Hondos Center. Από το '38, που ήρθε από την Κρήτη στην Αθήνα, παρέμεινε αυστηρά city boy. Του άρεσε το πεζοδρόμιο...
-- Ναι, το ρείθρο... Πώς πρωτόρθες σε επαφή με το έργο του;
-- To '68, μαθητής ακόμα, στην Ερμιόνη, απέκτησα την επιμελημένη απ' τον ίδιο και σκανδαλώδη εκείνη πρώτη έκδοση των ποιημάτων του Λαπαθιώτη, για την οποία τον είχαν σύρει μέχρι στα δικαστήρια! Τάχατες άσεμνη εικονογράφηση! Φαντάσου η ποίηση να φτάνει στα... δικαστήρια! Αργότερα βρήκα τη δυσεύρετη σήμερα έκδοση των δικών του «Ποιημάτων 1934 - 1965» από τις εκδ. «Δωδώνη», το 1975, και εντυπωσιάστηκα. Μαζί με τον Λαπαθιώτη, παραμένει μέχρι σήμερα ένας ποιητής στον οποίο καταφεύγω συχνά. Καταραμένος ποιητής, όπως άλλωστε και ο Λαπαθιώτης και ο Μπλέικ...
-- Τι σ' ενδιαφέρει στην ποίησή του;
-- Ενα σωρό πράγματα. Ο μυστικισμός και ο αισθησιασμός της κυρίως. Κάνει εντύπωση ότι, ενώ βγαίνει απ' τον καρυωτακισμό και τη θλίψη της επαρχίας, ο ποιητής ανακαλύπτει σιγά σιγά το κορμί του, ζει μ' αυτό, χαίρεται κι υποφέρει. «Το Α και το Ω εσύ. Υπάρχει ο κόσμος γιατί υπάρχεις. Ομορφο. Γερό. Γερά δεμένο». Είναι φιλοσοφικός ποιητής, με ευρύ ορίζοντα σπουδής θανάτου. Και μ' εκείνα τα ωραία ποιήματα για τη Λαϊκή της Καλλιδρομίου, για τις παρελάσεις ή για τον Ηλία Υφαντή του Πειραιά και της Ολυμπιακάρας μας, που, αν και ξεκινούν από την εξωτερική φύση των πραγμάτων, δε σταματούν εκεί. Διαμέσου μιας «διπλής οράσεως», θα 'λεγες, πνευματικοποιούνται. Και να τον αναφέρουνε τον άνθρωπο μόνο για τα «Καλαμπόκια»; Και για την Εισαγωγή του στον Λαπαθιώτη; Κρίμα!
Λες να μ' αναφέρουν κι εμένα κάποτε, βρε Γιώργο, για τις ταινίες «Μετέωρο και Σκιά» και «Κοράκια» και για τα δοκίμια «Χαίρε Ναπολέων», «Ταχτσής» και σία μόνο; Και όχι για το μυθιστόρημα «Δελτίον ταυτότητος»; Ενσταση! Μελέτη και προσωπική δημιουργία πάνε μαζί, μας δίδαξε ο μέγας Ροΐδης, από τις απαρχές ήδη της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Και μετάφραση - εισαγωγή στο «Οδοιπορικό» του Σατωβριάνδου και «Πάπισσα Ιωάννα» δίπλα, και «Σκαλαθύρματα» και «Συριανά διηγήματα» ταυτόχρονα. Για να μην ξεχνάμε και τον Καρυωτάκη, που στις συλλογές του, μαζί με τα δικά του ποιήματα έβαζε και τις μεταφράσεις του. Κείμενα ζόρικα, όχι παίζουμε! Εποχή σαν τη δική μας δεν είναι απλά εποχή δημιουργών αλλά και κριτικών ταυτόχρονα. Παρεμβάσεων στα παντός είδους δρώμενα. Ετσι παρενέβαινε κι ο Δικταίος, με πάνω από πενήντα τόμους ανθολογιών, εισαγωγών στην ποίηση που λάτρευε, μεταφράσεων...
Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Κυριακή 15 Ιούνη 2008
* 'Αρης Δικταίος (1917-1983): ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Κωνσταντουράκη, ποιητή από το Ηράκλειο.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
Άρης Δικταίος
1917-1983
Η Ποίηση
Μα εσύ Ποίηση
που έντυνες μια φορά τη γυμνή μέθη μαςόταν κρυώναμε και δεν είχαμε ρούχο να ντυθούμε όταν ονειρευόμαστε, γιατί δεν υπήρχε άλλη ζωή να ζήσουμεδε θα υπάρξουν πια σύννεφα για να ταξιδέψουμε τη ρέμβη μας;δε θα υπάρξουν πια σώματα για να ταξιδέψουμε τον έρωτά μας;
Μα εσύ Ποίηση
που δεν μπορείς να κλειστείς μέσα σε σχήματα
μα εσύ Ποίηση
που δε μπορούμε να σ' αγγίξουμε με το λόγο εσύτο στερνό ίχνος ης παρουσίας του Θεού ανάμεσά μας
σώσε την τελευταία ώρα τούτη του ανθρώπου την πιο στυγνή και την πιο απεγνωσμένη
που ο Θάνατος
που η Μοναξιά
που η Σιωπή
τον καρτερούν σε μια στιγμή μελλούμενη
ΟΜΟΡΦΙΑ
Ευγενικό ό,τι πέθανεν εδώ,
που στοίχειωσε το πέταγμα των γλάρων.
Αβρόν ό,τι κι αν πέρασε απ 'το φάρο κι έζησε λίγο στην υγράν οδό,
κι ο ψίθυρος ωραίος των επωδών, -
μνήμης ράθυμο κίνημα βλεφάρων -
για τον αρμονικό θάνατο Ικάρων
που ζήσανε τη ζωή των ευωδών
αιθέρων. Το βήμα άρρωστων παιδιών,
που τους φλογίζει δέος υγρό τα μάτια, ήρεμα ανησυχεί τα κρύα δωμάτια...
'Oλα είναι ωραία. Και, μόνον, των φιδιών το σώμα, νιώθουμε, της αμαρτίας τα τέκνα, οι ωχροί, οι ξένοι άλλης πολιτείας.
Άρης Δικταίος
Γιώργη Χολιαστού
Ο ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ KAI ΟΙ ΓΎΝΑΙΚΕΣ
"Στον φυσιολογικό άνθρωπο κάθε στενοχώρια, κάθε θλίψη, υποχωρεί μπρος στην αγωνιστική διάθεση".
Αυτά γράφει ο Αγγελος Βογασάρης μιλώντας για τις αιτίες που έσπρωξαν στο θάνατο τον Καρυωτάκη.
Ενώ στον Καρυωτάκη, που δεν ήταν "φυσιολογικός", η θλίψη δεν υποχώρησε μπρος στην αγωνιστική διάθεση.
Αλλά ποιος είναι φυσιολογικός άνθρωπος; Είναι
εκείνος που βασανίζεται από τα μεγάλα ερωτήματα
της ζωής ή εκείνος που διάγει μια ζωή ζωώδη-ζωή
που δεν σηματοδοτεί κανένα βαθύ νόημα, που δεν την ταράζει καμιά βαθιά αγωνία;
Αν φυσιολογικός άνθρωπος είναι ο άνθρωπος της
δεύτερης περίπτωσης, τότε φυσιολογικός άνθρωπος
είναι ένας άνθρωπος χωρίς σκέψη, ένα ον που έχει
μόνον ένστικτα, ένα άλογο ον.
Αυτός ο άνθρωπος όμως κι ας έχει το εξωτερικό
σχήμα του ανθρώπου, δεν είναι άνθρωπος.
Η πρόταση λοιπόν: "στον φυσιολογικό άνθρωπο κάθε στενοχώρια, κάθε θλίψη, υποχωρεί μπρος στην αγωνιστική διάθεση", δε στέκει λογικά, γιατί ένα άλογο ον δε νιώθει θλίψη ούτε λύπη. Αυτό το λάθος κάνει ο Βογασάρης όταν λέει πως ο φυσιολογικός άνθρωπος είναι εκείνος που η αγωνιστική του διάθεση κάνει τις θλίψεις του να υποχωρούν. Νομίζει αυτό το ον "φυσιολογικό άνθρωπο", ενώ αυτό δεν είναι ούτε άνθρωπος καν, ώστε και TO επίθετο "φυσιολογικός" δεν έχει θέση εδώ, αφού βγαίνει εκ των πραγμάτων από τη μέση το ουσιαστικό που το επίθετο αυτό θέλει να προσδιορίσει.
Αντίθετα, όποιος νιώθει θλίψη και στενοχώρια, αυτός
είναι όχι πια φυσιολογικός άνθρωπος, αλλά απλά
άνθρωπος.
Άνθρωπος που θέτει τα βασανιστικά ερωτήματα
στον εαυτό του Κι αυτό αρκεί για να τον κάνει
άνθρωπο. Η θλίψη και η «στενοχώρια» είναι το
αναγκαστικό επακόλουθο των αναπάντητων αυτών
ερωτημάτων. Γιατί μη όντας ερωτήματα που να
επιδέχονται μιαν απάντηση, καρφώνονται στο μυαλό
του ανθρώπου που ρωτάει σαν μεγάλα καρφιά που
περιμένουν να στηρίξουν κάτι Μεγάλο που θα
ερχόταν-και το Μεγάλο ποτέ δεν έρχεται και μόνο
μένει ο πόνος των καρφιών.
Αυτός είναι άνθρωπος-ο άνθρωπος που πονάει.
Και ο πόνος είναι που ξεχωρίζει τους ανθρώπους
από τα ζώα με σχήμα ζώου ή ανθρώπου.
Ο άνθρωπος δεν είναι δυνατό ν' αγωνιστεί γιατί
δε νοείται αγώνας χωρίς αιτία ή σκοπό. Και σκοπός
δεν μπορεί να υπάρξει αν λείπουν οι απαντήσεις στα
ερωτήματα: "Ποιος είμαι; από πού ήρθα; Πού πάω;
Ποιος είναι ο κριτής; Ποιο το έπαθλο;"
Ένας άνθρωπος που αγωνίζεται μοιάζει με το
πολυδιαφημισμένο μυρμήγκι που μαζεύει τρόφιμα στη φωλιά του "για το χειμώνα".
Ως εκεί.
Αλλά ο άνθρωπος γυρεύει την πρώτη αιτία.
Ένας μόνο λόγος δικαιολογεί τον αγώνα σ' έναν άνθρωπο: η πίστη σε κάτι.
Η πίστη αυτή δίνει αποκρίσεις στα ερωτήματα που όχι μόνο δικαιολογούν αλλά επιτάσσουν τον αγώνα,
Η τραγική ειρωνεία είναι που ο Καρυωτάκης πίστεψε σε θεό.
Ο θεός του ήταν η Γυναίκα.
Η Γυναίκα του έλειπε για να γεμίσει μ' αυτήν όχι τις ώρες του μα τη ζωή του ολόκληρη. Η Γυναίκα ήταν η αρχή και ο σκοπός της ζωής του. Ήταν ότι του έλειπε για να βρει τη Γαλήνη. Για να δικαιωθεί η ύπαρξή του. Για να δοθούν απαντήσεις σε όλα του τα ερωτήματα.
Όλοι οι καλλιτέχνες δημιουργούν εμπνεόμενοί από τον πόθο για το γυναικείο κορμί. Ο Καρυωτάκης δε δημιουργούσε μόνο για τη Γυναίκα, αλλά και ζούσε γι Αυτήν..
Ίσως γιατί ζωή και ποιητική δημιουργία ήταν
αδιάσπαστα ενωμένες σ' αυτόν.
Και όσο έζησε, έζησε με την ελπίδα πως κάτι θα γινόταν που να τον φέρει κοντά οτο θεό του-στη Γυναίκα.
Η ελπίδα όμως αυτή όλο και έσβηνε καθώς
περνούσαν τα χρόνια.. Η φλόγα της όλο κι εξασθένιζε. Ώσπου ο άνεμος της
Πρέβεζας την έσβησε με ένα φύσημά του.
Ο Καρυωτάκης αναζητούσε το Απόλυτο στο θεό-Γυναίκα.
Όμως η Γυναίκα με τη συμπεριφορά της κάνει μάταια κάθε τέτοιαν αναζήτηση-οι γυναίκες ερωτεύονται "καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια".
To ασίγαστο πάθος, η ηδονική προσμονή, η λατρεία της γυναικείας σάρκας από τον Καρυωτάκη, στέρησαν από μας ενα μεγάλον ποιητή και από κείνον τη ζωή του.
Το δόσιμο όλου του εαυτού του στη Γυναίκα δε βρήκε ανταπόκριση στον Καρυωτάκη.
Πίστεψε σε ένα Θεό, μα δεν μπόρεσε να τον καθέξει.
Δε βρέθηκε η Γυναίκα που θα του αφοσιώνονταν ολόκληρη, "ψυχή τε και σώματι" ,αφοσίωση που με χρυσάφι θα ανταλλασσόταν από τον Καρυωτάκη. Ούτε ο Καρυωτάκης θα δεχόταν να φτιάξει μια ψεύτικη εικόνα, μια φανταστική Γυναίκα, που θα την έκανε βασίλισσα των ονείρων και της ύπαρξής του όπως έκαναν άλλοι, μεγάλοι κι αυτοί ποιητές. Ο Καρυωτάκης αρνείται να φτιάξει ένα ψεύτικο είδωλο και να πιστέψει σ' αυτό. Ο Καρυωτάκης με κανένα τρόπο δε θέλει να ξεγελάσει τον εαυτό του. Αισιόδοξοι είναι μονάχα οι μωροί. Ή έχεις κάτι ή δεν το 'χεις. Κι αν δεν το χεις μπορείς μόνο να κλάψεις για κείνο, ώσπου όλο το κλάμα να βγει από μέσα σου και να μη μένει τίποτε άλλο πια παρά η ίδια σου η ζωή να αποβάλεις.
Πιο κάτω ο Βογασάρης λεει: «θα μπορούσε να είχε συνδεθεί (ο Καρυωτάκης) με μια δυο οικογένειες. Με νέα παιδιά. Με δροσερά κορίτσια…όμως η κατάσταση του Καρυωτάκη είναι τώρα τέτοια που θέλει να βρει τη μόνωση».
Λάθος, Ο Καρυωτάκης ποτέ δεν ήθελε τη μόνωση.
Η μόνωση του επιβλήθηκε σαν η μόνη διέξοδος για να ζήσει με αξιοπρέπεια. Και η αξιοπρέπεια ήταν κάτι που ο Καρυωτάκης δε θα αντάλλαζε με έναν ψεύτικο θεό. Ο Καρυωτάκης πίστευε στη Γυναίκα-θεό. Μπορεί ένας αληθινός πιστός να παίζει με το θεό του; Όχι βέβαια. Και παιχνίδι δεν είναι όλα εκείνα τα καμώματα που στην κοινωνία μας προηγούνται από το σμίξιμο με τη Γυναίκα; Μπορούσε να «φλερτάρει» ο Καρυωτάκης (στη σκέψη μόνον αυτή δεν ανατριχιάζει κάθε άνθρωπος που ξέρει τον Καρυωτάκη;), να ερωτοτροπεί, να “κορτάρει”;
Ο Καρυωτάκης λάτρευε το θεό του και περίμενε την φανέρωσh του θεού με τη σειρά του σ’ αυτόν.
Και ο θεός δεν ήρθε.
Πως ο Καρυωτάκης δεν ήθελε τη μόνωση μας το λένε εξάλλου οι παρέες του στην Αθήνα, οι φάρσες που σκάρωνε. Για να σκαρώνει φάρσες κανείς πρέπει να έχει προηγούμενα αποφασίσει πως η ζωή είναι δική του ώστε να έχει την οικειότητα να κάνει τέτοια παιχνίδια μ’ αυτήν. Τη μοναξιά την αναζητούσε συχνά, σαν μια ξεκούραση από την κοινωνική κόπωση, περιστασιακά όπως κάθε άνθρωπος, μικρός ή μέγας. Μα ποιος ποιητής είναι που θέλει τη μόνωση; Τότε για ποιον θα 'γραφε; Κάθε ποίημα δεν είναι ένα μήνυμα-πρόσκληση για συντροφιά; Δεν είναι η αρχή μιας συζήτησης που ο ίδιος ο ποιητής ανοίγει; Δεν είναι το εργαλείο που μεταχειρίζεται νια να υποτάξει την ύλη, κάτι που μόνο αυτό θα του επέτρεπε να ζει απόλυτος κυρίαρχος του επίγειου παιχνιδιού;
Παιχνιδιού ναι, μα με τους όρους που ο ποιητής θέτει-και που έχει δικαίωμα να τους θέσει μιας και είναι εκείνος που αρχίζει το παιχνίδι.
Οι συνάνθρωποί του όμως, και οι γυναίκες μαζί, ή δεν πήραν τίποτε από αυτόν, ή θέλησαν να παίξουν μαζί του με τους δικούς τους όρους. Κάτι που δεν έστερξε ο Καρυωτάκης.
Η δικαίωση, η αναγνώριση του δικαιώματος αρχηγίας στο παιχνίδι, δεν ήρθε στον ποιητή παρά μόνον όταν ήταν πια αργά, όπως τα περιστέρια που αφήνει ο ναυαγός και όταν γυρίζουν δεν είναι πια καιρός…
Ο Καρυωτάκης δε θέλει τη μόνωση. Η μόνωση μάλιστα είναι εκείνη που του επέβαλαν και που τον σκότωσε.
Ο Καρυωτάκης γυρεύει με όλη τη δύναμη της ψυχής του τη μέθεξη, τη συντροφιά
Ποιος αμφιβάλλει ότι ο Καρυωτάκης δε θα
αυτοκτονούσε αν στην εξορία όπου βρέθηκε, είχε
την αγαπημένη Γυναίκα μαζί του;
Κοντά της θα φίλιωνε με όλους και με όλα. Χωρίς
αυτήν είναι ένας ξένος απάνου στη γη.
Πώς να συνομιλήσει με το θεό; Μόνο να προσευχηθεί σ' Αυτόν ταιριάζει. Μα όταν προσπάθησε κάποια φορά, μικρότερος, να πει σε κάποια γυναίκα για τον έρωτά του, εκείνη γέλασε μαζί του.
Φτάνει αυτό για έναν Καρυωτάκη να μην ξανα προσευχηθεί στο θεό του. Δεν μπορεί να αντέξει στη βεβαιότητα πως θα έπαιρνε πάλι μιαν ειρωνεία για απάντηση σε μια δεύτερη προσπάθειά του.
Και δεν το κάνει.
Δεν μπορούσε ν' αντέξει πως σαν αντάλλαγμα για
την προσφορά όλης του της ύπαρξης θα έπαιρνε την καταφρόνια.
To μόνο που είχε να κάνει πια ήταν να περιμένει ο
θεός να πάει σε κείνον.
Μα η Γυναίκα δε μετράει έτσι τους πιστούς Της. Δε
Θέλει Υπάρξεις, Κόσμους, Ψυχές, Ιερά, Συνειδήσεις,.
Εκείνο που διψάει είναι χρήμα, διασκέδαση, θόρυβος, λούσα. Τέτοια φτηνά δεν μπορούσε να τα διαθέτει ένας Καρυωτάκης.
Δεν έχει ζωγραφίσει με πιο καυτά λόγια τίποτε άλλο ο Καρυωτάκης όσο τη ρηχότητα της γυναίκας. Μια φουρκέτα είναι αρκετή για να βυθομετρήσει κανείς το άδειο τους κεφάλι. Ακόμα οι γυναίκες είναι ανυποψίαστα μηδενικά πλάσματα (αν και γι αυτό ακριβώς προνομιούχα).
Τι άλλο θα μας έδινε τη ματιά με την οποία έβλεπε
τη Γυναίκα ο Καρυωτάκης;
Και ποιος λόγος θα μπορούσε να περιγράψει καλλίερα τη Γυναίκα;
Κι έτσι έπαψε η συνομιλία του Καρυωτάκη με τη.
Γυναίκα, του πιστού με το θεό του. Και πώς μπορεί να ζήσει κανείς όταν ο θεός του δεν υπάρχει, ή υπάρχει αλλά όλα συντελούν στο να μη τον γνωρίσει;
Όχι λοιπόν, ο Καρυωτάκης δε γνώρισε "δροσερά
κορίτσια".
Δεν διέθετε ούτε την ικανότητα ούτε τη θέληση για παρόμοιες γνωριμίες.
Και όχι, ο Καρυωτάκης δεν ήθελε τη μόνωση.
Με όλο ΤΟ είναι του ποθούσε τη συντροφιά, τη συν-ουσία με τη Γυναίκα.
Όταν κανείς γεννιέται κουβαλάει μέσα του το δικό του θεό. Δεν διαλέγει κανείς το θεό του. Έτσι και ο Καρυωτάκης δε διάλεξε τη Γυναίκα. Γεννήθηκε φέρνοντας μέσα του τη λατρεία για τη Γυναίκα, ένα θεό που σκοτώνει τους πιστούς του.-
Γιώργης Χολιαστός
Δημοσίευση σχολίου