«Παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, ο Ταχτσής ποτέ δεν έπαψε ν' αποτελεί το μαύρο πρόβατο της ελληνικής κοινωνίας, πολύ δε περισσότερο της κατεστημένης διανόησης. Υπήρξε στόχος όλων, όχι μόνο στην αρχή της συγγραφικής του καριέρας, αλλά κι ώς το τέλος της πολυτάραχης ζωής του. Εκτός του ότι δεν τον κατάλαβε κανείς, δεν αποδέχτηκαν το γεγονός ότι ένας περιθωριακός συγγραφέας (ομοφυλόφιλος-τραβεστί) κατάφερε να γίνει ένας συγγραφέας "θρύλος", κι ώς ένα σημείο χειραγωγός της κοινωνικής και πνευματικής ζωής του τόπου, κινούμενος με την ίδια άνεση στο χώρο του υποκόσμου όσο και στα αριστοκρατικά σαλόνια της "καλής" κοινωνίας. Επρόκειτο για μια πρωτοφανή κατάχρηση των ορίων της ελευθερίας, μια καταστρατήγηση κάποιων άγραφων κανόνων»...
Σ' αυτό το συμπέρασμα κατέληξε ο Γιάννης Βασιλακάκος, ολοκληρώνοντας την έρευνά του γύρω από την προσωπικότητα του Κώστα Ταχτσή, που με τον τίτλο «Η αθέατη πλευρά της σελήνης» αναμένεται να κυκλοφορήσει σε λίγες βδομάδες από τις εκδόσεις «Ηλέκτρα».
ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ ΦΑΣΙΑΝΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ Κ. ΤΑΧΤΣΗ «ΤΟ ΦΟΒΕΡΟ ΒΗΜΑ» (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΞΑΝΤΑΣ)
Τα χρόνια της Αυστραλίας
Εγκατεστημένος από νήπιο στην Αυστραλία όπου ακολούθησε πανεπιστημιακή καριέρα ως νεοελληνιστής, ο 57χρονος φιλόλογος πρωτογνώρισε τον Ταχτσή ως συγγραφέα, φοιτητής, στα μέσα της δεκαετίας του '70, μελετώντας το «Τρίτο στεφάνι».
Ενα μυθιστόρημα που και οι καθηγητές και ο φοιτητόκοσμος εκεί συζητούσαν μ' ενθουσιασμό, λογαριάζοντας, μάλιστα, τον Ταχτσή ως «δικό» τους άνθρωπο, μια και το είχε γράψει την περίοδο που ζούσε στα μέρη τους ξενιτεμένος.
Με μια διδακτορική διατριβή για τον Καχτίτση στο ενεργητικό του, ο Βασιλακάκος φλέρταρε για χρόνια με την ιδέα να γράψει ένα βιβλίο για τον Ταχτσή, αλλά την έρευνά του την ξεκίνησε τελικά πριν από μια πενταετία. Χάρη στον ποιητή Γιάννη Κοντό, ήρθε σ' επαφή με την αδελφή του συγγραφέα Ελπίδα Αρτέμη και την ανιψιά του Ελλη, οι οποίες του παρείχαν «ανεπιφύλακτα» πρόσβαση στο αρχείο και στα κατάλοιπά του.
Μέσω των τελευταίων προσέγγισε στη συνέχεια ανθρώπους-κλειδιά όπως τις έμπιστες φίλες του Ταχτσή, Ιώ Μαρμαρινού, Πολυξένη Σταμάτη και Τέσσα Πράττου ή τον εξάδελφο και συμμαθητή του Τάκη Αργυρό, ενώ συνομιλητές του υπήρξαν και οι Αλέκος Φασιανός, Θανάσης Νιάρχος, Μάγδα Κοτζιά και Τάκης Σπετσιώτης. Κι αφού ξεκοκάλισε πλήθος συνεντεύξεων και μαρτυριών γύρω από τον Ταχτσή που δημοσιεύτηκαν όσο εκείνος ήταν εν ζωή αλλά και μετά το θανατό του -που είκοσι χρόνια τώρα παραμένει ανεξιχνίαστος- προχώρησε σ' ένα είδος βιογραφίας-ρεπορτάζ, που επιχειρεί ν' ακτινογραφήσει το αίνιγμα «Ταχτσής» κατά τους σημαντικότερους σταθμούς της διαδρομής του.
Μια διαλυμένη οικογένεια
«Οσο παράξενο κι αν ακούγεται», γράφει ο Βασιλακάκος, «το μεγαλύτερο ενοχικό σύνδρομο απ' το οποίο υπέφερε ο Ταχτσής ήταν αυτό της ομοφυλοφιλίας του, την οποία απεχθανόταν. Ο λόγος που επιδιδόταν αργότερα και στην περενδυσία ήταν, μεταξύ άλλων, για να εκδικηθεί κατά ένα τρόπο την μάνα του την οποία θεωρούσε αποκλειστικά υπεύθυνη γι' αυτήν την ερωτική ιδιαιτερότητά του». Γιος ενός «ήσυχου ανθρωπάκου, χωρίς προσωπικότητα, πυγμή, πρωτοβουλίες» που «όντας αλκοολικός ούτε να σταθεί στα πόδια του δεν μπορούσε», και μιας μικροπαντρεμένης, κοκέτας καλλονής με ατίθασο χαρακτήρα, ο Ταχτσής βρέθηκε εξ απαλών ονύχων σε μια διαλυμένη ουσιαστικά οικογένεια, και ανατράφηκε από μια σχεδόν ερωτευμένη με τ' αγόρια γιαγιά, η οποία φύτεψε μέσα του «τους σπόρους ενός ολόκληρου πλέγματος».
Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία της ανιψιάς του Ελλης:
«Το σπίτι όπου μεγάλωσα ήταν η ζώνη πυρός ενός εμφυλίου πολέμου μεταξύ του Κώστα, της μάνας του και της αδελφής του, όπου υποχρεωτικά συμμετείχα κι εγώ. Ο Κώστας "χτυπούσε" στη μάνα του την ομοφυλοφιλία του, νομίζοντας πως έτσι την τιμωρούσε. Εκείνη τον έβριζε και τον καταριόταν κι εκείνος ανταπαντούσε: "Ας μη με είχες πετάξει, για να μη γίνω έτσι. Ας με είχες κρατήσει κοντά σου και ας με είχες κάνει μανάβη, να δουλεύω να σας ζω" (...). Με αρχηγό τον θείο μου, η καθημερινότητά μας ήταν η θεατρική συνέχεια του "Το τρίτο στεφάνι". Δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει ένα πεντάλεπτο χωρίς να γίνει σφαγή. Απίστευτες, αδιανότητες καταστάσεις. Ακρότητα και υπερβολή ανέκαθεν χαρακτήριζαν την οικογένειά μας...».
Οταν ο Ταχτσής, ως φέρελπις ποιητής πια, άρχισε να συχνάζει στο «Μπραζίλιαν», πλάι σε δημιουργούς όπως ο Ελύτης, ο Σαχτούρης κι ο Καρούζος, δεν ήταν και τόσο ευπρόσδεκτος στην παρέα.
Κι αυτό, επειδή «ήτανε λίγο εριστικός» θυμάται ο Αλέκος Φασιανός: «Επαναστικός, θύμωνε με το παραμικρό, γκρίνιαζε για μικροπράγματα, έπρεπε να πηγαίνεις με τα νερά του... Εμένα μου άρεσε πολύ αυτό το ποίημα "Η συμφωνία του Μπραζίλιαν", ενώ άλλοι το έβρισκαν κάπως γελοιογραφικό, χλευαστικό... Εν τω μεταξύ, δεν μου είχε πει ότι έγραφε μυθιστόρημα. Ισως γι' αυτό δεν τον παίρνανε και στα σοβαρά οι άλλοι. Παρ' όλα αυτά, εμένα μου άρεσε, απ' τις συζητήσεις που κάναμε, όπως και το στύλ του που ήταν καθημερινό, ζωντανό...».
Νιώθοντας απολύτως περιθωριακός, καθώς πέρα από την ερωτική του ανορθοδοξία παρέμενε κι αγνοημένος ως καλλιτέχνης, αλλά κι αποφασισμένος να περάσει τη ζωή του γράφοντας, κάνοντας έρωτα και ταξιδεύοντας, ο Ταχτσής άφησε πίσω του τη συντηρητική, μετεμφυλιακή Ελλάδα κι έβαλε πλώρη για την Ευρώπη, την Αμερική, την Αυστραλία. Ωστόσο, σύμφωνα με τη φίλη του Νένη Σταμάτη, «πάντα ήθελε να γυρίσει πίσω. Η μετανάστευση, έλεγε, μπορεί να σου φέρει πλούτη, δόξα, αλλά τελικά είσαι ξένος εκεί, ξένος και στην πατρίδα σου». Κι όπως συμπληρώνει η αδελφή του, «ήταν πολύ σοβινιστής. Αν του έλεγα ότι έχω ερωτευτεί έναν ξένο και θέλω να τον παντρευτώ, αντιδρούσε. Δεν του άρεσε γιατί μπασταρδευόταν η ράτσα!».
Υπήρξε άραγε τυχοδιώκτης; «Σαφέστατα, με την έννοια ότι δεν είχε αναστολές», εκτιμά ο επιμελητής των καταλοίπων του Θ. Νιάρχος. «Δηλαδή και τη γριά την περνούσε στο απέναντι πεζοδρόμιο, αλλά και τον πάγκο της εκκλησίας μπορούσε να σηκώσει αν πεινούσε».
Ο Βασιλακάκος θεωρεί πως όλη η ζωή όσο και ο μυστηριώδης θάνατος του Ταχτσή ήταν ένα είδος αποθέωσης του τυχοδιωκτισμού, με την έννοια της καλλιτεχνικής, διονυσιακής μέθης, παρά με την έννοια της εκμετάλλευσης των περιστάσεων. Σε ό,τι δε αφορά τη ροπή του προς τον έκλυτο νυχτερινό βίο, φαίνεται πως στην Αυστραλία δεν τον γλέντησε όσο θα ήθελε: συνελήφθη στους Αντίποδες και προφυλακίστηκε επειδή έκανε πεζοδρόμιο ως τραβεστί, κάτι που απαγορευόταν αυστηρότατα εκείνη την εποχή.
Κι όπως λέει η Νεοζηλανδέζα Λόρνα Αντωνιάδη, η οποία έκανε αγώνα τότε για ν' αποφευχθεί η απέλασή του από τη χώρα, υπήρξαν φίλοι του που δίσταζαν να τον βοηθήσουν από φόβο μη μαθευτεί ότι σχετίζονταν μαζί του και εκτεθούν...
Η «αναλγησία» του Αγγελόπουλου
Πόση βαρύτητα είχαν οι φήμες ότι το «Τρίτο στεφάνι» ήταν κλεμμένο από χειρόγραφο του Γιάννη Τσαρούχη;
Ενα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου του Βασιλακάκου είναι αφιερωμένο σ' αυτήν την ιστορία προκειμένου να διαλύσει κάθε υποψία, ενώ φροντίζει να παραθέσει κι όλο το παρασκήνιο της άδοξης απόπειρας να μεταφερθεί το μοναδικό μυθιστόρημα του Ταχτσή στον κινηματογράφο από τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Μια «αναλγησία», όπως γράφει, που οδήγησε τον συγγραφέα σε μια «απονενοημένη απόπειρα αυτοκτονίας».
«Εκείνο τον καιρό», θυμάται η ανιψιά του, «ο πόλεμος που του έκαναν από τον κόσμο της νύχτας ήταν φοβερός. Το να του καταστρέψουν όμως πια και το έργο του, τον εξώθησε στα άκρα. Δεν έπρεπε ποτέ να είχε λάβει θέση όσον αφορά τους τραβεστί και το ΑΚΟΕ. Ο κόσμος της νύχτας είναι ένας άλλος κόσμος, με δικούς του κανόνες. Ο Κώστας κατέβαινε στη νύχτα, χωρίς όμως να ανήκει εκεί. Το έκανε σαν να ήθελε ν' ανοίξει μια πόρτα και να περάσει σε μια άλλη, μαγική διάσταση, όπου μεταμορφωνόταν σε κάτι άλλο. Ηταν λίγο η Μπλανς Ντιμπουά και ο Δόκτωρ Τζέκιλ με τον Μίστερ Χάιντ».
Οποτε, πάντως, τον τσάκωναν οι αστυνομικοί, ακόμα και στις τρεις η ώρα τη νύχτα, τηλεφωνούσε από το τμήμα στη Μελίνα Μερκούρη και... καθάριζε, όπως θυμάται ο Θανάσης Νιάρχος.
Η εκδίκηση που δεν πρόλαβε Αντιφατικός, αλλοπρόσαλλος, φύσει και θέσει αντικομφορμιστής αλλά και ονειροπαρμένος, ο Ταχτσής ήταν αναμενόμενο να μην μπορεί να μακροημερεύσει στις δημόσιες θέσεις που του προσφέρθηκαν. Οταν ο Γιάννης Λαμπρίας τον κάλεσε να πάει ως ειδικός σύμβουλος στην ΕΡΤ, «δεν μπορούσε να βλέπει τον κάθε ανίκανο να τον γεμίζει κολακείες για να κάνει τη δουλειά του κι ο ίδιος ν' αναγκάζεται να λέει ένα κάρο ψέματα για να είναι αρεστός.
Του ήταν αδύνατον να προσκυνάει οποιονδήποτε, τη στιγμή που ήξερε τη δική του αξία και ανωτερότητα» λέει η αδελφή του Ελπίδα στον Βασιλακάκο. Γιατί μπορεί η Ελλη Αλεξίου να είχε μιλήσει απαξιωτικά για το «Τρίτο στεφάνι» («Τι είναι αυτό;» είχε πει. «Δυο γυναίκες που συζητάνε πάνω από μπουγαδόνερα»...), αλλά, έστω και με καθυστέρηση, όλοι οι υπόλοιποι του λογοτεχνικού σιναφιού δήλωσαν θαυμαστές του.
»Αν ο Ταχτσής χρειάστηκε να περιπλανηθεί ως άλλος Οδυσσέας στον κόσμο για ν' αποδείξει μέσω του μυθιστορήματός του στην παρέα του «Μπραζίλιαν» ότι δεν ήταν καθόλου ο επιπόλαιος, γραφικός και εριστικός νεαρός που νόμιζαν, στην ωριμότητά του έπρεπε να κάνει κάτι ακόμα δυσκολότερο, λέει ο Βασιλακάκος: έπρεπε ν' αποτινάξει από πάνω τη ρετσινιά του «συγγραφέα του ενός βιβλίου». Σκόπευε, λοιπόν, με την αυτοβιογραφία του («Το φοβερό βήμα», που έμελλε να μείνει ημιτελές) να πάρει την εκδίκησή του. Δεν πρόλαβε. Κι η οικογένειά του θεωρεί ότι σ' αυτά τα χειρόγραφα κρύβεται το μυστικό της δολοφονίας του, καθώς είχαν γίνει κοινωνοί της πρόθεσής του να προχωρήσει σε σοβαρές αποκαλύψεις για επωνύμους της αθηναϊκής υψηλής κοινωνίας. «Εικασίες», επιμένει ο Θανάσης Νιάρχος, αλλά «όλα είναι δυνατά» λέει η εκδότρια του συγγραφέα Μάγδα Κοτζιά. Είκοσι χρόνια τώρα, τα αίτια της δολοφονίας του Ταχτσή, όπως κι ο δράστης της άλλωστε, μένουν στο σκοτάδι. Τα περί σκηνοθετημένης αυτοκτονίας, πάντως, όλοι οι συνομιλητές του Βασιλακάκου τα θεωρούν φαιδρά.
Της ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ (spapa@enet.gr)
Πηγή: ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 7 - 14/09/2008